Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντουί το [duí] Ο (άκλ.) : εξάρτημα που χρησιμοποιείται για την εύκολη και ασφαλή σύνδεση και αποσύνδεση ενός λαμπτήρα πυρακτώσεως με την τροφοδοτική του γραμμή.
[λόγ. < γαλλ. douille (ορθογρ. δαν. με παρανάγνωση) και αποβ. του τελικού [j] ]