Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντουέτο το [duéto] Ο39 : 1α.μουσική σύνθεση για δύο φωνές ή για δύο όργανα: Tραγούδησαν ένα ~, διωδία. ~ για βιολί και πιάνο. || (ως επίρρ.): Tραγουδούν ~. β. δύο καλλιτέχνες που τραγουδούν μαζί ή που παίζουν μαζί νούμερα για δύο πρόσωπα: Tραγούδησε το ~ τάδε και τάδε. 2. (ειρ.) για ερωτικό ζευγάρι, για δύο άτομα που πολύ συχνά κυκλοφορούν μαζί ή για δύο άτομα που συνεργάζονται.
[ιταλ. duetto]