Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντονέρ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντονέρ το [donér] Ο (άκλ.) : γύροςII.

[τουρκ. döner (kebap) `περιστρεφόμενο κεμπάπ΄ (από αρνίσιο κρέας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες