Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντομάτα η [domáta] Ο25 : 1.ο καρπός της ντοματιάς, πράσινος στην αρχή και κατακόκκινος όταν ωριμάσει, με στρογγυλό συνήθ. σχήμα και με χυμώδη σάρκα που περιέχει πολλούς μικρούς σπόρους: ~ σαλάτα. Xυμός ντομάτας. Σάλτσα ~, με ντομάτες. Nτομάτες γεμιστές. Έγινε κόκκινος σαν ~, από ντροπή. Έχει μάγουλα κόκκινα σαν ντομάτες. 2. η ντοματοσαλάτα.
ντοματούλα η YΠΟKΟΡ. ντοματάκι το YΠΟKΟΡ 1. μικρές αποφλοιωμένες ντομάτες σε κονσέρβα. 2. γλυκό του κουταλιού από μικρές άγουρες ντομάτες. [1: ιταλ. tomata < ισπαν. tomata από γλώσσα των Ινδιάνων του Μεξικού (ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-to > tindo > tin-do] )· 2: ντοματοσαλάτα με αποβ. του β' συνθ.· ντομάτ(α) -ούλα]