Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντολμάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντολμάς ο [dolmás] Ο1 : καθεμιά από τις μικρές μπάλες από κιμά, ρύζι και διάφορα μυρωδικά που είναι τυλιγμένες με αμπελόφυλλα ή με λάχα νο: Σήμερα φάγαμε ντολμάδες αυγολέμονο. ντολμαδάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως ντολμαδάκι γιαλαντζί.

[τουρκ. dolma ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες