Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντοκουμεντάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοκουμεντάρω [dokumentáro] -ομαι Ρ6 (συνήθ. στη μππ.) : στηρίζω κτ. σε ντοκουμέντα, δηλαδή σε αποδεικτικό υλικό: Nτοκουμενταρισμένα στοιχεία.

[ιταλ. documentar(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες