Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντοκουμεντάρω [dokumentáro] -ομαι Ρ6 (συνήθ. στη μππ.) : στηρίζω κτ. σε ντοκουμέντα, δηλαδή σε αποδεικτικό υλικό: Nτοκουμενταρισμένα στοιχεία.
[ιταλ. documentar(e) -ω]