Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντοκ
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοκ το [dók] Ο (άκλ.) : 1.προβλήτα λιμανιού. 2. (παρωχ.) εξάρτημα προσαρμοσμένο στο επάνω μέρος της αρβύλας των στρατιωτικών.

[αγγλ. dock]

[Λεξικό Κριαρά]
ντοκάρω,
βλ. τοκάρω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοκιμαντέρ το [dokimantér] Ο (άκλ.) : κινηματογραφική ταινία συνήθ. μικρού μήκους, που βασίζεται σε ντοκουμέντα, δηλαδή σε κινηματογραφικό και φωτογραφικό υλικό, σε έγγραφα, σε συνεντεύξεις κτλ. και που αναφέρεται σε ιστορικά, πολιτικά, τεχνολογικά, καλλιτεχνικά και άλλα θέματα.

[λόγ. < γαλλ. documentaire]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντόκος ο [dókos] Ο18 : προβλήτα λιμανιού.

[ντοκ -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοκουμεντάρω [dokumentáro] -ομαι Ρ6 (συνήθ. στη μππ.) : στηρίζω κτ. σε ντοκουμέντα, δηλαδή σε αποδεικτικό υλικό: Nτοκουμενταρισμένα στοιχεία.

[ιταλ. documentar(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοκουμέντο το [dokuménto] Ο39 : καθετί που μπορεί να χρησιμεύσει ως αποδεικτικό στοιχείο ή ως ιστορική πηγή, κυρίως επίσημα έγγραφα και γραπτές μαρτυρίες αλλά και φωτογραφικό ή κινηματογραφικό υλικό, διάφορα αντικείμενα κτλ.: Hχητικά ντοκουμέντα, δίσκοι, κασέτες κτλ.

[ιταλ. documento]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοκτορά το [doktorá] Ο (άκλ.) : α.διδακτορική διατριβή. β. διδακτορικό δίπλωμα.

[λόγ. < γαλλ. doctorat]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες