Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντισκοτέκ η [diskoték] Ο (άκλ.) : κέντρο όπου μπορεί κανείς να χορέψει με μουσική συνήθ. ξένη, από δίσκους.
[λόγ. < αγγλ. discotheque < γαλλ. discothèque `δισκοθήκη΄ (συλλογή ή έπιπλο) < disque = δίσκο(ς) + -thèque κατά το bibliothèque = βιβλιοθήκη]