Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντιπ [díp] επίρρ. τροπ. : (οικ.) α. τελείως, ολότελα· μπιτ: Είναι ~ χαζός. β. καθόλου, τίποτε, σε αρνητική πρόταση: Δεν έχει ~ μυαλό. Δε σκαμπάζω ~ από μαθηματικά. || (με έμφαση) ~ για ~. ~ καταντίπ.
[τουρκ. dip `πάτος, κατώτατο σημείο΄]