Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντιμινουέντο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντιμινουέντο το [diminuénto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) η βαθμιαία ελάττωση της έντασης του ήχου. ANT κρεσέντο.

[λόγ. < ιταλ. diminuendo]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες