Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντιζέζ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντιζέζ η [dizéz] Ο (άκλ.) : τραγουδίστρια ελαφρού ή λαϊκού τραγουδιού σε κοσμικό κέντρο.

[λόγ. < γαλλ. diseuse `γυναίκα που απαγγέλλει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες