Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντιβάνι το [diváni] Ο44 : είδος χαμηλού κρεβατιού, χωρίς στηρίγματα στο μέρος του κεφαλιού και των ποδιών, που το χρησιμοποιούν και σαν καναπέ.
ντιβανάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. divan -ι (αρχικά η κυβέρνηση (από τα περσ.) και ο χώρος συνεδριάσεων με τέτοια έπιπλα και μετά το ίδιο το έπιπλο με επίδρ. του γαλλ. δανείου divan) (πρβ. μσν. διβάνη `συμβούλιο΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ντιβάνι το· διβάνι· τιβάνι· τιβάνιν.
-
- 1)
- α) Το συμβούλιο ανώτατων αξιωματούχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το κεντρικό κυβερνητικό όργανο του κράτους:
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 328)·
- β) (γενικ.) κυβερνητικό συμβούλιο:
- να κάμει άρχους τοπικούς … πάντοτε να ευρίσκονται άρχοντες στο ντιβάνι (Ιστ. Βλαχ. 1247).
- α) Το συμβούλιο ανώτατων αξιωματούχων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το κεντρικό κυβερνητικό όργανο του κράτους:
- 2)
- α) Συνεδρίαση του συμβουλίου:
- έγινε ντιβάνι να ψηφίσουσι στρατηγόν, προεστόν του φουσσάτου (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 349)·
- β) δημόσια συνεδρίαση Οθωμανού κυβερνήτη, δικαστή:
- εκάθισεν ο πασιάς εις το διβάνι (Ιστ. πατρ. 15621).
- α) Συνεδρίαση του συμβουλίου:
- 3)
- α) (Ειδικ.) προκ. για τουρκικό κυβερνείο:
- αντίς καμπάνες, χουγιατά, κι αντίς ναούς, ντιβάνια (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57115)·
- β) προκ. για το πραιτώριο του Πιλάτου:
- Προσκυν. Κουτλ. 390 13920.
- α) (Ειδικ.) προκ. για τουρκικό κυβερνείο:
[<τουρκ. divan. Ο τ. δι‑ στο Du Cange (‑η). Ο τ. τιβάνιν σήμ. κυπρ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιστορικός όρος, καθώς και κοιν.]
- 1)