Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ντερβίσης ο· τερβίσης· πληθ. τερβισάδες.
-
- Μέλος μουσουλμανικής θρησκευτικής αδελφότητας, μουσουλμάνος μοναχός:
- (Χρον. σουλτ. 7619), (Έκθ. χρον. 5923)·
- τερβισάδες … πτωχούς (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 427).
[<τουρκ. dervis, περσ. προέλ. Ο τ. (Du Cange, τερβήσιδες) και τ. ντερμπ‑ σήμ. κρητ. Η λ. και τ. δ‑ και σήμ.]
- Μέλος μουσουλμανικής θρησκευτικής αδελφότητας, μουσουλμάνος μοναχός: