Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεραπάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντεραπάρω [derapáro] Ρ6α μππ. ντεραπαρισμένος & ντελαπάρω [delapá ro] Ρ6α μππ. ντελαπαρισμένος : για αυτοκίνητο, δίκυκλο κτλ., που οι ρόδες του γλιστρούν στο δρόμο και το κάνουν να φεύγει από την πορεία του: Εξαιτίας της βροχής ντεραπάρισε το αυτοκίνητο. || Nτεραπάραμε, για επιβάτες αυτοκινήτου που ντεραπάρισε.

[ιταλ. derapar(e) (< γαλλ. déraper) -ω· ανομ. υγρών συμφ. [r-r > l-r] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες