Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεπόζιτο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντεπόζιτο το [depósito] & τεπόζιτο το [tepósito] Ο41 : μεγάλο μεταλλικό, συνήθ. τετράγωνο δοχείο για υγρά και κυρίως για νερό ή για υγρά καύσιμα: Tρύπησε το ~.

[ιταλ. deposito `φυσική ή τεχνητή δεξαμενή΄· αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: ντομάτα - τομάτα]

[Λεξικό Κριαρά]
ντεπόζιτο το· ντεπόζιτον.
  • 1) Κατάθεση:
    • να κοντζάρουν το ντεπόζιτον (Βαρούχ. 13519).
  • 2) Τάφος:
    • λάχει και έρθει μου θάνατος, … ο έγγονάς μου … να με βάλει εισέ ντεπόζιτο εις την εκκλησίαν (Διαθ. 17. αι. 356).

[<ιταλ. deposito. Η λ. σε έγγρ. του 16.-17. αι. και σήμ. με διαφορ. σημασ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες