Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεντέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντεντέ το [dedé] Ο (άκλ.) : (παιδ.) άλογο.

[λ. νηπιακή, από αναδιπλ. της λ. ντε]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες