Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεμί [demí] (άκλ., ως επίρρ.) : (οικ.) για να δηλώσουμε μια ενδιάμεση κατάσταση: Είναι ~, ούτε κρύο ούτε ζεστό.
[λόγ. < γαλλ. demi]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεμί πανσιόν [demí pansxón] (άκλ., ως επίρρ.) : για να δηλώσουμε ότι στην τιμή του δωματίου ενός ξενοδοχείου συμπεριλαμβάνεται το πρωινό και ένα κύριο γεύμα.
[λόγ. < γαλλ. demi-pension]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεμί σεζόν [demí sezón] (άκλ.) : (ως επίθ.) για ρούχο που δεν είναι ούτε χειμωνιάτικο ούτε καλοκαιρινό, που φοριέται άνοιξη ή φθινόπωρο: Παλτό / ταγέρ / κοστούμι ~. || (ως ουσ.): Zέστανε / ψύχρανε ο καιρός και φορέσαμε τα ~.
[λόγ. < γαλλ. demi-saison]