Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεμέκ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντεμέκ [demék] επίρρ. : (προφ., λαϊκ.) δήθεν, τάχα: Ρώτησε πού σε γνώρισα· ~ δεν ήξερε. || σε θέση επιθέτου για να προσδιορίσει ή να δηλώσει κτ. προσποιητό, ψεύτικο που παρουσιάζεται ως αληθινό: Ήταν, λέει, ~ συμμαθήτριά του.

[τουρκ. demek]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες