Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντελόγγο
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ντελόγγο, επίρρ· δελόγγου· ντελόγγου· ντελόγο.
  • Αμέσως:
    • (Θυσ. 622
    • όσοι σιμώσαν στο γιαλό ντελόγγο ξεψυχήσα (Διήγ. ωραιότ. 759).

[<γενουατ. de longo. Η λ. (Somav.) και οι τ., κ.ά. σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS II 25, Χυτήρης 50, κ.α.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες