Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ντελικάτος, επίθ.· δελικάτος· διλικάτος.
-
- (Προκ. για τροφή) νόστιμος:
- αρχοντικά φαγητά και δελικάτα (Μπερτόλδος 75).
[<ιταλ. delicato· ο τ. δ‑ <βεν. delicato και δι‑ <παλαιότ. ιταλ. dilicato. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για τροφή) νόστιμος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντελικάτος -η -ο [delikátos] Ε3 : 1α.που είναι λεπτοκαμωμένος και έχει ιδιαίτερη χάρη: H γυναίκα είναι ντελικάτο πλάσμα. Nτελικάτο σώμα. Nτελικάτα χέρια / δάκτυλα. Φίνος και ~. β. που η λεπτή φυσική κατασκευή του τον κάνει ευαίσθητο στις αρρώστιες ή στις αντίξοες εξωτερικές συνθήκες: Είναι πολύ ντελικάτο παιδί και δεν αντέχει στις ταλαιπωρίες. H γαρδένια είναι ντελικάτο λουλούδι. 2. που έχει λεπτούς τρόπους και μια ιδιαίτερη ευαισθησία στις σχέσεις του με τους άλλους: Είναι ένας ευγενικός και ~ άνθρωπος.
[μσν. ντελικάτος < ιταλ. delicato -ς]