Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντελής
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ντελής, επίθ.
  • Τρελός· γενναίος, ηρωικός, ως προσων. του ηγεμόνα της Βλαχίας Μιχαήλ (του Γενναίου):
    • ημείς το θάρρος έχομεν εις τον ντελή Μιχάλη (Ιστ. Βλαχ. 2326).
  • Ως ουσ. (στον πληθ.) = ονομασία ενός σώματος ιππέων του στρατού των Οθωμανών:
    • (Χρον. σουλτ. 7218).

[<τουρκ. deli. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Κουκκίδης, Πάγκ. Έ 318)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες