Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντελάλης ο [delális] & τελάλης ο [telális] Ο11 : αυτός που ανακοίνωνε φωναχτά στους δρόμους αποφάσεις ή διαταγές της διοίκησης ή άλλα γεγονότα που αφορούσαν τους κατοίκους ενός τόπου: Οι προεστοί έβαλαν ντελάληδες να διαλαλήσουν τον ερχομό των Tούρκων. ΦΡ βγάζω ντελάλη, κοινολογώ κτ. που θα έπρεπε να το κρατήσω μυστικό: Δεν μπορείς να του εμπιστευτείς τίποτε, γιατί θα βγάλει αμέσως ντελάλη.
[τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν. τελάλισσα) < τουρκ. tellâl (από τα αραβ.) -ης· ντελ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ]