Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεκόρ το [dekór] Ο (άκλ.) : α.διάκοσμος: Πολύ ωραίο το ~ της αίθουσας. Σερβίτσιο τσαγιού με χρυσό ~, σχέδιο. β. (θέατρ., κινημ., τηλεόρ.) ζωγραφιστές ξύλινες ή πλαστικές μακέτες· σκηνικός διάκοσμος. || Φυσικό ~, για όμορφο φυσικό περιβάλλον.
[λόγ. < γαλλ. décor]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεκορατέρ ο [dekoratér] Ο (άκλ.) : διακοσμητής.
[λόγ. < γαλλ. décora teur]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεκορατρίς η [dekoratrís] Ο (άκλ.) : διακοσμήτρια.
[λόγ. < γαλλ. déco ratrice]