Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεγκραντέ [degradé] Ε (άκλ.) : για μαλλιά που είναι κομμένα σε σκάλες, σε διαφορετικά μήκη: Kούρεμα ~. || (ως ουσ.) το ντεγκραντέ: Tης πάει το ~. || (ως επίρρ.): Kουρεύτηκε / μαλλιά κομμένα ~.
[λόγ. < γαλλ. dégradé `για βαθμιαία αλλαγή απόχρωσης΄]