Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταούλι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταούλι το [daúli] Ο44 : 1.λαϊκό μουσικό όργανο, είδος τυμπάνου που αποτελείται από έναν ξύλινο κύλινδρο σκεπασμένο στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα και που το κρεμούν με λουρί από τον ώμο· παίζεται με ένα λεπτό ξύλο στο αριστερό χέρι και με ένα χοντρό στο δεξί· τούμπα νο. 2. (μτφ.) για κτ. που είναι πολύ πρησμένο: Tο πρόσωπό του έγινε ~ από τσίμπημα σφήκας. H κοιλιά του έγινε ~ από το πολύ φαΐ. ΦΡ την έκανα ~, έφαγα υπερβολικά.

[μσν. *νταβούλι (πρβ. μσν. ταβούλι) < τουρκ. davul (από τα αραβ.) με αποβ. του [v] από χαλαρή άρθρωσή του στα τουρκ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νταούλι το· ταβούλι· ταούλι.
  • Τύμπανο:
    • τρουμπέτες κι άλλα μουσικά, ταβούλια … (Διακρούσ. 7527).

[<τουρκ. davul. Ο τ. ταβ στο Meursius (λ. ταβούλιον) και σήμ. ιδιωμ. Τ. ταούλιν ποντ. και ταούλλιν κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες