Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντανταϊστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντανταϊστικός -ή -ό [dadaistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον ντανταϊσμό ή στον ντανταϊστή.

[λόγ. ντανταϊστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες