Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νταλίκα η [dalíka] Ο25 : αυτοκίνητο με ρυμουλκούμενο όχημα, που το χρησιμοποιούν για να μεταφέρουν μεγάλα φορτία. || πολύ μεγάλο φορτηγό.
[σλαβ. talika `καρότσα, κάρο΄ και μέσω του τουρκ. talika `ελαφρό σκεπασμένο αμάξι΄ με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-t > tind > tin-d] ]