Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νταηλίκι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταηλίκι το [dailíki] Ο44 : (οικ.) η συμπεριφορά του νταή: Προσπαθεί να επιβληθεί με το ~. Άσε τα νταηλίκια!

[τουρκ. dayιlιk `ιδιότητα του dayι (δες στο νταής), προστασία΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες