Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νταής ο [daís] Ο8 : τύπος λαϊκού κυρίως ανθρώπου που παριστάνει τον παλικαρά και που δημιουργεί επεισόδια για να επιβάλει τη θέλησή του, συνήθ. χωρίς να διακινδυνεύει την προσωπική του ασφάλεια: Mη μας κάνεις τον νταή!
[τουρκ. dayι `θείος, προστάτης, αστυνομικός΄ -ς]