Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντίσκο η [dísko] Ο (άκλ.) : 1.είδος μοντέρνου χορού και μουσικής. 2. ντισκοτέκ.
[αγγλ. disco σύντμ. της λ. discotheque = ντισκοτέκ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ντισκορέρω.
-
- Συζητώ, συνομιλώ:
- (Φορτουν. Δ́ 233).
[<βεν. discorer]
- Συζητώ, συνομιλώ:
[Λεξικό Κριαρά]
- ντισκόρσο το.
-
- Συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα:
- ντισκόρσα εγώ δε θέλω με αφορμάρους (Φορτουν. Δ́ 235).
[<ιταλ. discorso]
- Συνομιλία, συζήτηση, κουβέντα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντισκοτέκ η [diskoték] Ο (άκλ.) : κέντρο όπου μπορεί κανείς να χορέψει με μουσική συνήθ. ξένη, από δίσκους.
[λόγ. < αγγλ. discotheque < γαλλ. discothèque `δισκοθήκη΄ (συλλογή ή έπιπλο) < disque = δίσκο(ς) + -thèque κατά το bibliothèque = βιβλιοθήκη]