Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντίζελ η [dízel] Ο (άκλ.) : μηχανή εσωτερικής καύσης που καίει πετρέλαιο με αυτανάφλεξη, χωρίς τη βοήθεια ηλεκτρικού μέσου. || (ως επίθ.): Mηχανή / κινητήρας / καυστήρας ~. Aμαξοστοιχία ~, με κινητήρα ντίζελ. Kαύσιμο ~, προϊόν απόσταξης πετρελαίου κατάλληλο για κινητήρα ντίζελ.
[λόγ. < γερμ. Diesel < ανθρωπων. Diesel (όν. Γερμανού μηχανικού και εφευρέτη) θηλ. κατά το μηχανή]