Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντέφι το [défi] Ο44 : είδος τυμπάνου που αποτελείται από έναν ξύλινο κυλινδρικό σκελετό, με τη μία βάση του καλυμμένη με δέρμα, γύρω από τον οποίο κρέμονται κύμβαλα· το κρατούν συνήθ. με το αριστερό χέρι και το χτυπούν με το δεξί. ΦΡ ~ να γίνει, για συγκατάβαση ύστερα από επιμο νή: ~ να γίνει, θα σ΄ το κάνω το χατίρι.
[τουρκ. tef, def (από τα περσ.) -ι]
[Λεξικό Κριαρά]
- ντεφινιτσιόν η.
-
- Ορισμός, εξήγηση σημασίας:
- (Στάθ. Γ́ 128).
[<βεν. definizion]
- Ορισμός, εξήγηση σημασίας: