Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ντάμε (I) ο, άκλ.· τάμε.
-
- Έκφρ. τάμε ο Θεός = Κύριος ο Θεός (πβ. γαλλ. damedeu):
- (Μαχ. 23822).
[<παλαιότ. γαλλ. dame]
- Έκφρ. τάμε ο Θεός = Κύριος ο Θεός (πβ. γαλλ. damedeu):
[Λεξικό Κριαρά]
- ντάμε (ΙΙ) σύνδ.· τάμε· τάμεν.
-
- ’Ομως, εντούτοις:
- Κυρά μου, φοβούμαι να πάγω· τάμε πάγω (Μαχ. 49419 χφ Ο κριτ. υπ.· Βουστρ. 9213-14).
[<παλαιότ. γαλλ. dame (Greimas) ή <λατ. tamen (Κεχαγιόγλου, Βουστρ., σ. 491)]
- ’Ομως, εντούτοις: