Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ντάμα η (συν. άκλ.)· δαμού· ντάμε· τάμα· τάμε· ταμέ· τάμο· τάμου.
-
- α) Τιμητική προσηγορία γυναικών της φραγκικής αριστοκρατίας (= κυρία):
- την πριγκίπισσαν, την ντάμα Ζαμπέαν (Χρον. Μορ. H 7980)·
- την τάμου Μαρία τε Ζιπλέτ …, καβαλλαρίαν (Μαχ. 26015)·
- β) (ειρων. προκ. για «πολιτική»):
- ήτον αυθέντρια και κυρά και δέσποινα και ντάμα (Σαχλ., Αφήγ. 106).
[<παλαιότ. γαλλ. dame. Ο τ. τάμα στο Meursius (στη λ.). Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- α) Τιμητική προσηγορία γυναικών της φραγκικής αριστοκρατίας (= κυρία):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντάμα 1 η [dáma] Ο25α : 1.κυρία ή δεσποινίδα την οποία συνοδεύει ένας κύριος σε χορό ή σε άλλη κοινωνική εκδήλωση: Οι καβαλιέροι άλλαξαν τις ντάμες τους για τον επόμενο χορό. 2. τραπουλόχαρτο που παριστάνει γυναικεία φιγούρα: ~ κούπα / σπαθί.
[ιταλ. dama < γαλλ. dame]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντάμα 2 η : είδος επιτραπέζιου παιχνιδιού για δύο παίχτες, που παίζεται με πούλια σε πίνακα χωρισμένο σε εξήντα τέσσερα τετραγωνάκια, τα οποία έχουν εναλλάξ χρώμα σκούρο και ανοιχτό.
[ιταλ. dama < γαλλ. jeu de dames (δες στο ντάμα 1)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νταμάρι το [damári] Ο44 : (οικ.) το λατομείο.
[τουρκ. damar `φλέβα (πετρώματος)΄ -ι]