Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντάλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντάλα [dála] επίρρ. χρον. : (οικ.) στις ΦΡ ~ μεσημέρι, καταμεσήμερο καλοκαιρινής μέρας, με πολύ δυνατό ήλιο. ~ καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο, με πολλή ζέστη. || (ως ουσ.) στη ΦΡ στην ~ του καλοκαιριού / του ήλιου.

[τουρκ. dal `σκέτο, γυμνό΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες