Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντάλα [dála] επίρρ. χρον. : (οικ.) στις ΦΡ ~ μεσημέρι, καταμεσήμερο καλοκαιρινής μέρας, με πολύ δυνατό ήλιο. ~ καλοκαίρι, κατακαλόκαιρο, με πολλή ζέστη. || (ως ουσ.) στη ΦΡ στην ~ του καλοκαιριού / του ήλιου.
[τουρκ. dal `σκέτο, γυμνό΄ -α]