Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοώ [noó] -ούμαι Ρ10.9 (συνήθ. παθ., στο γ' πρόσ.) : α.γίνεται νοητό, μπορεί κανείς να καταλάβει κτ.: Δε νοείται πολιτισμένο κράτος χωρίς οργά νω ση της δημόσιας υγείας. (λόγ. έκφρ.) οίκοθεν* νοείται. ο νοών* νοείτω. β. εννοείται: Άφησε να νοηθεί ότι δεν έχει τέτοιες προθέσεις. Ως έγγραφο νοείται
, θεωρείται. (έκφρ.) ο καλώς / κακώς νοούμενος, ο (μη) ορθός, ο (μη) γνήσιος: Tο κακώς νοούμενο συμφέρον. || (ως ουσ.) το νοούμενο: (γραμμ.) σχήμα κατά το νοούμενο, σχήμα λόγου κατά το οποίο η σύνταξη δεν ακολουθεί το γραμματικό τύπο των λέξεων αλλά το νόημα, π.χ. «ο κόσμος χτίζει εκκλησιές».
[λόγ. < αρχ. νοῶ (ουσ.: ελνστ. νοούμενον `έννοια΄, μπε. του νοῶ)]
[Λεξικό Κριαρά]
- νοώ· νογώ.
-
- Ά Μτβ.
- 1) Βλέπω, αντιλαμβάνομαι με τα μάτια:
- (Θησ. Θ́ [183]), (Αχιλλ. (Smith) N 478).
- 2)
- α) Αντιλαμβάνομαι με το νου, κατανοώ, καταλαβαίνω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β́ [743]), (Πτωχολ. α 251)·
- β) διαπιστώνω· συνειδητοποιώ:
- (Σπανός A 74), (Πανώρ. Δ́ 107)·
- δε νογάς πού βρίσκεσαι (Ερωτόκρ. Ά 1184)·
- (με προηγ. το επίρρ. νοητώς):
- (Φυσιολ. 3484).
- α) Αντιλαμβάνομαι με το νου, κατανοώ, καταλαβαίνω:
- 3) Αντιλαμβάνομαι μέσω των αισθήσεών μου, «παίρνω είδηση» κάπ. ή κ.:
- Ως είδαν ότι ενόησέν τους (ενν. η βίγλα), έσυραν τα σπαθία (Χρον. Τόκκων 994)·
- έλα να φύγομεν αψοφητί …, κανείς μη το νοήσει (Βέλθ. 1075).
- 4)
- α) μαθαίνω, πληροφορούμαι:
- (Θησ. Ζ́ [955])·
- ειπέ … να νοήσω δε και τούτο, η γενεά μου απόθεν έναι; (Πτωχολ. P 274)·
- β) (προκ. για επιστολή) μαθαίνω, γνωρίζω το περιεχόμενο:
- (Λίβ. P 1439, 1593).
- α) μαθαίνω, πληροφορούμαι:
- 5)
- α) Ξέρω, γνωρίζω, είμαι γνώστης ενός πράγματος:
- κιαμι’ άλλη δε νοά τσι τέχνες απού κάνεις (Φορτουν. Γ́ 262)·
- β) αναγνωρίζω, διακρίνω κ. (από κ. άλλο):
- ο άνθρωπος, απὄχει νουν … πρέπει του να νοήσει την στράταν την ορδινιαστήν (Φαλιέρ., Λόγ. 140· Ερωτόκρ. Γ́ 1585)·
- γ) θεωρώ, υποθέτω:
- (Σφρ., Χρον. 1165).
- α) Ξέρω, γνωρίζω, είμαι γνώστης ενός πράγματος:
- 6) Αισθάνομαι, συναισθάνομαι, νιώθω:
- ουκ ενόησες, ουκ έγνως την πικρίαν (Γλυκά, Στ. 121· Λόγ. παρηγ. L 500).
- 7) ’Εχω στο νου μου· φαντάζομαι:
- η καλοσύνη της ευγενείας σας … δε με κάνει άλλο να νοώ … παρά να είμαι πάντα κοντά σας (Μεταξά, Επιστ. 47· Έκθ. χρον. 357).
- 8) Βάζω στο νου μου, μηχανεύομαι:
- (Συναξ. γαδ. 271).
- 9) Υποδηλώνω, φανερώνω, κάνω κ. γνωστό:
- νοούν και μολογούσι μέσα τως το κορμί και ο νους την φύσιν τήν κρατούσι (Φαλιέρ., Ρίμ. 25).
- 10) (Με αντικ. απαρέμφ.) είμαι διατεθειμένος, σκοπεύω:
- (Σφρ., Χρον. 1702).
- 1) Βλέπω, αντιλαμβάνομαι με τα μάτια:
- Β́ Αμτβ.
- 1) Έχω λογικό, είμαι ικανός να σκέφτομαι:
- τα ζα που δε νογού, λογαριασμό δεν έχου (Ερωτόκρ. Δ́ 497).
- 2) Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι:
- (Φαλιέρ., Ρίμ. 185).
- 3) Συνέρχομαι (ύστερα από λιποθυμία):
- το πρόσωπον … το εκατάβρεξαν με δροσερόν γαρ ύδωρ και παρευθύς ενόησε (Θησ. Θ́ [134]).
- 1) Έχω λογικό, είμαι ικανός να σκέφτομαι:
[αρχ. νοέω. Ο τ. κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ. (ΛΚΝ)]
- Ά Μτβ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοών ο [noón] Ο (βλ. Ε12β) : μόνο στη λόγια έκφραση ο ~ νοείτω, όποιος έχει μυαλό και καταλαβαίνει, ας καταλάβει αυτά που λέω, συνήθ. όταν υπαινίσσεται κάποιος ότι ο συνομιλητής του οφείλει να καταλάβει.
[λόγ. < αρχ. νοῶν, μεε. του νοῶ]