Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νούντσιος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νούντσιος ο [núntsios] Ο20 : διπλωματικός αντιπρόσωπος του πάπα στην κυβέρνηση ενός κράτους.

[λόγ. < παλ. ιταλ. nunzio ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες