Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νούλα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νούλα η [núla] Ο25α : (λαϊκ.) 1. για άνθρωπο που δεν αξίζει τίποτα, που είναι τιποτένιος· μηδενικό: Ως γιατρός / ως μαθητής είναι ~. Είναι ~ στη φυσική. 2. ισοπαλία στο σκάκι· πατ.

[ιταλ. nulla `τίποτε΄]

[Λεξικό Κριαρά]
νούλα η.
  • Ο αριθμός μηδέν (0), το μηδενικό:
    • (Ροδινός 103
    • (σε μεταφ.):
      • Η ταπείνωσις … είναι μία νούλα …, διότι όποιος ταπεινώνεται γίνεται ωσάν ουδετίποτες (αυτ).

[<ιταλ. nulla. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες