Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νουθετώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νουθετώ [nuθetó] -ούμαι Ρ10.9 : συμβουλεύω κπ., κυρίως νεαρό άτομο, για να τον προστατεύσω από ενδεχόμενο σφάλμα ή για να τον συνετίσω: Ο δάσκαλος δεν έπαυε να μας νουθετεί.

[λόγ. < αρχ. νουθετῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
νουθετώ· νοθετώ.
  • Ά Μτβ.
    • 1) Ελέγχω, επιτιμώ κάπ.:
      • (Διγ. Άνδρ. 37314), (Ναθαναήλ Μπέρτου, Στιχοπλ. I 952
      • (με σύστ. αντικ.):
        • πλείστα νουθετήσας (Διγ. Z 2722).
    • 2)
      • α) Παραινώ, συμβουλεύω, προτρέπω:
        • (Ιστ. Βλαχ. 1351
      • β) παροτρύνω, παρακινώ:
        • να τα νουθετώ (ενν. τα παιδιά) εις την αρετήν (Μεταξά, Επιστ. 48
      • γ) παραγγέλλω:
        • νοθετά και λέγει «Μάχου υπέρ πατρίδος» (Ροδινός 159· Διηγ. πανωφ. 61).
    • 3) Συνετίζω:
      • Κύριέ μου, … πότε διά φόβον μάς μακροθυμείς και άλλοτε πάλιν διά να μας νουθετείς (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 363v).
  • Β́ (Αμτβ.) συμβουλεύω, προτρέπω:
    • έρως νουθετεί και πόθος παραγγέλλει (Λίβ. (Lamb.) N 231).

[αρχ. νουθετέω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες