Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νουθετεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νουθετεύω.
  • Συμβουλεύω:
    • γλυκία τους ενουθέτευεν (Χρον. Μορ. H 3962).

[<συμφ. νουθετώ και συμβουλεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες