Παράλληλη αναζήτηση
34 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νου το [nú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα νι.
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα νι με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώ τα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νουά το [nuá] Ο (άκλ.) : (μαγειρ.) τμήμα από το μπούτι μοσχαριού.
[λόγ. < γαλλ. noix]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νουάρ [nuár] Ε (άκλ.) : μόνο στα μπλε* ~. φιλμ* ~.
[λόγ. < γαλλ. noir `μαύρος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νουβέλ βαγκ η [nuvél vág] Ο (άκλ.) : νέα, πρωτοποριακή έκφραση στο χώρο του κινηματογράφου, της γυναικείας μόδας κτλ.· (πρβ. νέο κύμα).
[λόγ. < γαλλ. nouvelle vague]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νουβέλα η [nuvéla] Ο25α : λογοτεχνική σύνθεση σε πεζό λόγο, που είναι μικρότερη σε έκταση και απλούστερη σε πλοκή από το μυθιστόρημα, μεγαλύτερη όμως και πιο σύνθετη από το διήγημα.
[λόγ. < γαλλ. nouvell(e) -α (< ιταλ. novella)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νουγκατίνα η [nugatína] Ο25α : είδος πάστας που έχει ως βάση το παντεσπάνι αμυγδάλου.
[γαλλ. nougatin(e) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- νουζούλι το.
-
- (Στον πληθ.) φόρος αντί για παροχή καταλύματος κατά την Τουρκοκρατία:
- είχαν πολλά χαράτσια, πολλά πρόβατα και νουζούλια (Συναδ. φ. 57r).
[<τουρκ. nuzul]
- (Στον πληθ.) φόρος αντί για παροχή καταλύματος κατά την Τουρκοκρατία:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νουθεσία η [nuθesía] Ο25 : συμβουλή που δίνει ένας ώριμος συνήθ. άνθρωπος σε νεαρό άτομο, για να το προστατεύσει από ενδεχόμενο σφάλμα ή για να το συνετίσει: Οι πολύτιμες νουθεσίες των δασκάλων / των γονιών μου. || Άσε τις νουθεσίες, για ενοχλητικές και περιττές συμβουλές.
[λόγ. < αρχ. νουθεσία]
[Λεξικό Κριαρά]
- νουθεσία η· νουθεσιά.
-
- 1) Έλεγχος, επιτίμηση:
- (Λίβ. N 2345).
- 2) Παραίνεση, συμβουλή, προτροπή:
- (Διγ. Gr. 3376, 3381)·
- (εδώ ερωτική):
- Αν έχεις να 'σαι ποθητή, τες νουθεσιές μου θύμου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [816]).
- 3)
- α) Διδασκαλία, οδηγία:
- Εποίμαινε (ενν. ο Μάξιμος) … το ποίμνιον εν παιδείᾳ και νουθεσίᾳ Κυρίου (Έκθ. χρον. 3519).
- β) καθοδήγηση:
- είπαν θείους λόγους προς νουθεσίαν (Βακτ. αρχιερ. 209).
- α) Διδασκαλία, οδηγία:
[αρχ. ουσ. νουθεσία. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]
- 1) Έλεγχος, επιτίμηση:
[Λεξικό Κριαρά]
- νουθετεύω.
-
- Συμβουλεύω:
- γλυκία τους ενουθέτευεν (Χρον. Μορ. H 3962).
[<συμφ. νουθετώ και συμβουλεύω]
- Συμβουλεύω: