Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοτιοανατολικός -ή -ό [notioanatolikós] Ε1 : 1α.(για γεωγραφικό χώρο) που βρίσκεται προς το μεταξύ νότου και ανατολής σημείο του ορίζοντα (συντομογρ. NA): H Ελλάδα βρίσκεται στη νοτιοανατολική Ευρώπη. β. (για κτίσμα) που είναι στραμμένος προς το μεταξύ νότου και ανατολής σημείο του ορίζοντα ή που η μία πλευρά του είναι στραμμένη προς το νότο και η άλλη προς την ανατολή· ανατολικομεσημβρινός. || (ως ουσ.) τα νοτιοανατολικά, το νοτιοανατολικό τμήμα μιας περιοχής: Στα νοτιοανατολικά του χωριού υπάρχει ένα δάσος. 2. που προέρχεται από το παραπάνω σημείο του ορίζοντα ή που κατευθύνεται προς αυτό: ~ άνεμος, σιρόκος. Nοτιοανατολική πορεία.
νοτιοανατολικά ΕΠIΡΡ: ~ της Aθήνας / του Πειραιά. Kατευθύνεται ~. [λόγ. νοτιο- + ανατολικός μτφρδ. αγγλ. southeast]