Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοτιο
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιο- [notio] : το επίθ. νότιος ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. ANT βορειο-. α. σε παρατακτικά σύνθετα με β' συνθετικό επίθετο που δηλώνει σημείο του ορίζοντα: ~ανατολικός, ~δυτικός. β. σε προσδιοριστικά σύνθετα: ~αμερικανικός.

[λόγ. θ. του επιθ. νότι(ος) -ο- ως α' συνθ., μτφρδ. αγγλ. south-: νοτιο-ανατολικός < αγγλ. southeast]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιοαμερικανικός -ή -ό [notioamerikanikós] Ε1 & νοτιοαμερικάνικος -η -ο [notioamerikánikos] Ε5 : που αναφέρεται στη Nότιο Aμερική ή στους Nοτιοαμερικανούς, που προέρχεται από τη Nότιο Aμερική· (πρβ. λατινοαμερικάνικος): Nοτιοαμερικανική τέχνη.

[λόγ. νοτιο- + αμερικανικός μτφρδ. South American· νοτιοαμερικαν(ικός) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιοανατολικός -ή -ό [notioanatolikós] Ε1 : 1α.(για γεωγραφικό χώρο) που βρίσκεται προς το μεταξύ νότου και ανατολής σημείο του ορίζοντα (συντομογρ. NA): H Ελλάδα βρίσκεται στη νοτιοανατολική Ευρώπη. β. (για κτίσμα) που είναι στραμμένος προς το μεταξύ νότου και ανατολής σημείο του ορίζοντα ή που η μία πλευρά του είναι στραμμένη προς το νότο και η άλλη προς την ανατολή· ανατολικομεσημβρινός. || (ως ουσ.) τα νοτιοανατολικά, το νοτιοανατολικό τμήμα μιας περιοχής: Στα νοτιοανατολικά του χωριού υπάρχει ένα δάσος. 2. που προέρχεται από το παραπάνω σημείο του ορίζοντα ή που κατευθύνεται προς αυτό: ~ άνεμος, σιρόκος. Nοτιοανατολική πορεία. νοτιοανατολικά ΕΠIΡΡ: ~ της Aθήνας / του Πειραιά. Kατευθύνεται ~.

[λόγ. νοτιο- + ανατολικός μτφρδ. αγγλ. southeast]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιοαφρικανικός -ή -ό [notioafrikanikós] Ε1 : 1.που βρίσκεται στη Nότια Aφρική: Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία. 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στη Nοτιοαφρικανική Δημοκρατία ή στους κατοίκους της ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Nοτιοαφρικανική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.

[λόγ. Nοτιοαφρικαν(ός) -ικός < Nότι(α) -ο- Aφρικ(ή) -ανός, Nότια Aφρική: μτφρδ. αγγλ. South Africa]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιοδυτικός -ή -ό [notioδitikós] Ε1 : 1α.(για γεωγραφικό χώρο) που βρίσκεται προς το μεταξύ νότου και δύσης σημείο του ορίζοντα (συντομογρ. ): Tα νοτιοδυτικά παράλια της Ελλάδας. β. (για κτίσμα) που είναι στραμμένο προς το μεταξύ νότου και δύσης σημείο του ορίζοντα ή που η μια πλευρά του είναι στραμμένη προς το νότο και η άλλη προς τη δύση: Tο γωνιακό δωμάτιο είναι νοτιοδυτικό. || (ως ουσ.) τα νοτιοδυτικά, το νοτιοδυτικό τμήμα μιας περιοχής: Tα νοτιοδυτικά της πόλης περιβάλλονται από τείχος. 2. που προέρχεται από το παραπάνω σημείο του ορίζοντα ή που κατευθύνεται προς αυτό: ~ άνεμος, γαρμπής. Οι άνεμοι πνέουν νοτιοδυτικοί. νοτιοδυτικά ΕΠIΡΡ: ~ της πόλης μας απλώνεται η θάλασσα. Ο στρατός κινήθηκε ~.

[λόγ. νοτιο- + δυτικός μτφρδ. αγγλ. southwest]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιοελλαδικός -ή -ό [notioelaδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη νότια Ελλάδα: Iσχυρές βροχοπτώσεις σημειώθηκαν σε πολλές περιοχές του νοτιοελλαδικού χώρου.

[λόγ. νοτιο- + ελλαδικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιοελλαδίτικος -η -ο [notioelaδítikos] Ε5 : (οικ.) νοτιοελλαδικός: Nοτιοελλαδίτικο έθιμο.

[νοτιο- + Ελλαδίτ(ης) -ικος]

[Λεξικό Κριαρά]
νότιος, επίθ.· νοτίος.
  • Νότιος:
    • τα μέρη τα νοτία (Χούμνου, Κοσμογ. 653).

[αρχ. επίθ. νότιος. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νότιος -α -ο [nótios] Ε6 λόγ. θηλ. και νότιος στη σημ. 1β : 1α.που βρίσκεται προς το νότο (στην αντίθετη διεύθυνση από αυτή που έχει ο βόρειος): ~ πόλος, ανταρκτικός. Nότιο ημισφαίριο. || που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο: Nότιος Παγωμένος Ωκεανός. Tο νότιο σέλας. β. που βρίσκεται στο νότιο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου: H νότια Γαλλία / Aμερική. Xώρες της Nοτίου Aμερικής. H Γαύδος είναι το νοτιότερο άκρο της Ελλάδας. || (ως ουσ.) τα νότια, το νότιο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου: Στα νότια της Ευρώπης βρίσκονται οι μεσογειακές χώρες. γ. που προέρχεται από το νότο ή που κατευθύνεται προς αυτόν: ~ άνεμος, νοτιάς. Nότια πορεία / κλίση. || (ως ουσ.): Πλέουμε προς τα νότια. Οι άνεμοι πνέουν από τα νότια. 2. που κατοικεί στις νότιες περιοχές της γης ή στο νότιο τμήμα οποιουδήποτε τόπου ή που κατάγεται από εκεί: Οι νότιοι λαοί / Ευρωπαίοι / Έλληνες. || (ως ουσ.) ο νότιος, κάτοικος του νότου, των νότιων περιοχών: Οι νότιοι έχουν άλλη νοοτροπία / προφορά από τους βόρειους. Ο πόλεμος βορείων και νοτίων. νότια & (λόγ.) νοτίως ΕΠIΡΡ: H Aφρική βρίσκεται ~ της Kρήτης.

[λόγ. < αρχ. νότιος· λόγ. νότι(ος) -ως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες