Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοτιάς
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιάς ο [notxás] Ο1 : 1.ο νότιος άνεμος· νοτιά: Φυσάει ~. || υγρός καιρός από νότιους ανέμους: Ο καιρός γύρισε σε νοτιά. 2. (οικ.) το ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα· νότος: Στράφηκε κατά το νοτιά.

[νοτιά -ς μεταπλ. κατά το βοριάς]

[Λεξικό Κριαρά]
νοτιάς η.
  • Αρρώστια των πουλιών, είδος κόρυζας:
    • Νοτιάς … λέγεται, ήτις και νότον έχει (Ιερακοσ. 41920).

[<πιθ. συμφ. των ουσ. νοτία + νοτίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες