Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοτία
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιά η [notxá] Ο24 : 1.ο νότιος άνεμος· νοτιάς. 2. η υγρασία που δημιουρ γεί ο νότιος άνεμος: H ~ σκέβρωσε τα ξύλα.

[αρχ. νοτία `υγρός καιρός΄ (ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. νότιος) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νοτία η.
  • Νότιος άνεμος:
    • μη δυνάμενοι να περάσουσιν εις την γην της … Αραβίας … από μεγάλες νοτίες (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 428).

[αρχ. ουσ. νοτία. Τ. ‑ιά στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νοτιάζω.
  • Καταγράφω, σημειώνω:
    • επήρεν … γραμματικούς να νοτιάσουν τους οξόδους (Μαχ. 2269 χφ Ο κριτ. υπ).

[<γαλλ. noter. Άσχ. λ. νοτιάζω στο Somav.]

[Λεξικό Κριαρά]
νοτιαίος, επίθ.
  • Νότιος:
    • (Ιστ. πολιτ. 756).

[μτγν. επίθ. νοτιαίος (TLG)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτιάς ο [notxás] Ο1 : 1.ο νότιος άνεμος· νοτιά: Φυσάει ~. || υγρός καιρός από νότιους ανέμους: Ο καιρός γύρισε σε νοτιά. 2. (οικ.) το ένα από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα· νότος: Στράφηκε κατά το νοτιά.

[νοτιά -ς μεταπλ. κατά το βοριάς]

[Λεξικό Κριαρά]
νοτιάς η.
  • Αρρώστια των πουλιών, είδος κόρυζας:
    • Νοτιάς … λέγεται, ήτις και νότον έχει (Ιερακοσ. 41920).

[<πιθ. συμφ. των ουσ. νοτία + νοτίς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες