Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοστιμιά η [nostimná] Ο24 : 1α.ευχάριστη γεύση, συνήθ. για φαγητό πλούσιο σε καρυκεύματα. ANT ανοστιά: Tο νερόβραστο φαγητό δεν έχει ~. Tο φρούτο πρέπει να ωριμάσει στο δέντρο για να ΄χει ~. β. (μτφ.) η ιδιότητα αυτού που προκαλεί ευχαρίστηση με τη χάρη ή με το καλό γούστο του· νοστιμάδα2. 2. μεζές πολύ νόστιμος: Στις ταβέρνες βρίσκει κανείς διάφορες νοστιμιές της ελληνικής κουζίνας.
[νόστιμ(ος) -ιά]