Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοστιμεύω [nostimévo] Ρ5.2α : 1.κάνω κτ. νόστιμο· νοστιμίζω1: Tο κρεμμύδι νοστιμεύει τα λαδερά. || γίνομαι νόστιμος. 2. (μτφ.) κάνω κτ. νόστιμο, χαριτωμένο, κομψό· νοστιμίζω2. || γίνομαι χαριτωμένος: Tώρα που μεγάλωσε η Mαρία νοστίμεψε πολύ.
[μσν. νοστιμεύω < νόστιμ(ος) -εύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- νοστιμεύω.
-
- Γίνομαι ή είμαι νόστιμος, αποκτώ ή έχω ευχάριστη γεύση·
- (τριτοπρόσ. με γεν. προσωπ.) φαίνεται σε κάπ. νόστιμο, αρέσει:
- καν όσα φας … εάν μη φάγεις κόπρια, ουδέν σου νοστιμεύει (Διήγ. παιδ. 427 κριτ. υπ).
- (τριτοπρόσ. με γεν. προσωπ.) φαίνεται σε κάπ. νόστιμο, αρέσει:
[<επίθ. νόστιμος + κατάλ. ‑εύω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]
- Γίνομαι ή είμαι νόστιμος, αποκτώ ή έχω ευχάριστη γεύση·