Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοστιμάδα η [nostimáδa] Ο26 : 1.νοστιμιά: Tο πιπέρι δίνει ~ στο φαΐ. 2. (μτφ.) η ιδιότητα αυτού που προκαλεί ευχαρίστηση με τη χάρη, την τσαχπινιά ή το λεπτό πνεύμα του: Tο φιλί της έχει πολλή ~. T΄ αστεία του δεν έχουν ~, είναι άνοστα. ΠAΡ Aνάρια ανάρια / αγάλι αγάλι το φιλί* για να ΄χει ~.
[μσν. νοστιμάδα < νόστιμ(ος) -άδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- νοστιμάδα η· ενοστιμάδα.
-
- 1)
- α) Ευχάριστη γεύση, νοστιμιά:
- Οι πάντες … το ηξεύρουσιν … το κρέας το ημέτερον τι νοστιμάδαν έχει (Διήγ. παιδ. 364)·
- β) (σε μεταφ.) ευχαρίστηση ψυχική· ωφέλεια πνευματική:
- πολλοί, αφόντις κοινωνήσουν ή και εις αυτήν την κοινωνίαν, δεν γροικούν καμίαν νοστιμάδα (Ροδινός 128· 128).
- α) Ευχάριστη γεύση, νοστιμιά:
- 2) (Μεταφ.) ευχαρίστηση:
- με προθυμιά … γράφοντας την ριμάδα, οπού θαρρώ στους διαβαστάς να φέρει νοστιμάδα (Μαρκάδ. Πρόλ. 32· Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20130)·
- (εδώ ερωτική):
- Δαγκάματα, φιλήματα … δεν μελετώ τα έτερα πὄχουν τες νοστιμάδες (Τριβ., Ρε 262· Περί γέρ. (Δαν.) 43).
- 3) (Μεταφ.) χάρη, θέλγητρο:
- μόλο που αφήκε τα μαλλιά τόσο κι εμεγαλώσα, τσι νοστιμάδες … ποτέ δεν του τσι λειώσα (Ερωτόκρ. Έ 408).
[<επίθ. νόστιμος + κατάλ. ‑άδα. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1)