Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοσταλγός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοσταλγός ο [nostalγós] Ο17 θηλ. νοσταλγός [nostalγós] Ο34 : αυτός που κατέχεται από νοσταλγία για κτ.: Ο Οδυσσέας, ο ~ της Iθάκης. Οι νοσταλγοί του παρελθόντος / της παλιάς Aθήνας. (ειρ.) Οι νοσταλγοί της δικτατορίας.

[λόγ. νοσταλγ(ία) -ός (αναδρ. σχημ.)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες