Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νοσταλγικός -ή -ό [nostaljikós] Ε1 : που προκαλεί νοσταλγία: Nοσταλγι κή ανάμνηση. Nοσταλγικά τραγούδια.
νοσταλγικά ΕΠIΡΡ: Θυμάμαι ~ τα περασμένα. [λόγ. < γαλλ. nostalgique < nostalg(ie) = νοσταλγ(ία) -ique = -ικός]